- ἠίσκομεν
- ἠΐσκομεν , ἐίσκωonlyimperf ind act 1st pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εΐσκω — ἐΐσκω και ἴσκω (Α) 1. εξομοιώνω 2. θεωρώ όμοιο, παρομοιάζω 3. υποθέτω, νομίζω («ἄντα σέθεν γὰρ Ξάνθον δινήεντα μάχῃ ἠΐσκομεν εἶναι») … Dictionary of Greek